- αλεξανεμία
- ἀλεξανεμία, η (Α) [ἀλεξάνεμος]προφύλαξη από τον άνεμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλεξάνεμος — ἀλεξάνεμος, ον (Α) ο ἀλεξήνεμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι* (< ἀλέξω) + ἄνεμος, με σίγηση τού ι . ΠΑΡ. αρχ. ἀλεξανεμία] … Dictionary of Greek